ξυλουργείο(ν)

ξυλουργείο(ν)
το столярная мастерская

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξυλουργείο(ν)" в других словарях:

  • ξυλουργείο — το εργαστήριο κατεργασίας τού ξύλου, μαραγκούδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργείο — το εργαστήρι ή εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραγκούδικο — το [μαραγκός] το εργαστήριο τού μαραγκού, το ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Σπερχειάδας — Tο 1997 98, ο Σπερχειαδίτης βιομήχανος Αθανάσιος Δ. Ακρίτας χρηματοδότησε την ανέγερση δύο κτιρίων, σε παραδοσιακό ρυθμό. Από αυτά το ένα είναι μονώροφο, πολλαπλών χρήσεων και εκδηλώσεων, ενώ το άλλο είναι διώροφο και στεγάζει το Ιστορικό και… …   Dictionary of Greek

  • μαραγκούδικο — το το εργαστήρι του μαραγκού, το ξυλουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ξυλουργείο ή σε ξυλουργό: Ξυλουργικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»